Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Ερμηνεία των Καταβασιών της Υψώσεως του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού


᾿Ωδή α´. ῏Ηχος πλ. δ´
«Σταυρόν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ, τήν ᾿Ερυθράν διέτεμε, τῷ ᾿Ισραήλ πεζεύσαντι· τήν δέ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραώ τοῖς ἅρμασι, κροτήσας ἥνωσεν· ἐπ᾿ εὔρους διαγράψας, τό ἀήττητον ὅπλον· διό Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὅτι δεδόξασται».
῾Ο Μωυσῆς, ἀφοῦ χάραξε σέ εὐθεία γραμμή στό νερό μέ τή ράβδο του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, χώρισε στά δύο τήν ᾿Ερυθρά θάλασσα, γιά νά περάσει πεζῆ ὁ ᾿Ισραηλιτικός λαός. Τήν ἴδια δέ (τή θάλασσα), ὅταν γύρισαν μέ ἅρματα τοῦ Φαραώ καταδιώκοντας τό λαό, ἀφοῦ τήν χτύπησε πλαγίως, τήν ἕνωσε πάλι (γιά νά πνίξει τούς διῶκτες), ἀφοῦ σχημάτισε στό πλάτος τῆς θάλασσας τό ἀήττητο ὅπλο τοῦ σταυροῦ. Γιαυτό ἄς ἀνυμνοῦμε τό Θεό μας, γιατί μέ ὅ,τι ἔκανε δοξάσθηκε ἡ δύναμή του.
῾Η ὑπόθεση τῆς ὠδῆς ἀναφέρεται στή θαυμαστή διάσωση τῶν ῾Εβραίων ἀπό τό διωκτικό μένος καί τήν κακότητα τοῦ Φαραώ, ἡγεμόνα τῶν Αἰγυπτίων. Τά γεγονότα εἶναι γνωστά. Οἱ ῾Εβραῖοι στενάζουν κάτω ἀπό τόν ἐπαχθή ζυγό τῶν Αἰγυπτίων. Μέ τήν παρέμβαση τοῦ Μωυσῆ, ὁ Φαραώ, μή ἀντέχοντας τά θαυμαστά σημεῖα καί τίς φοβερές πληγές πού ἐπέφερε ὁ Θεός διά μέσου τοῦ ἀπεσταλμένου ὑπηρέτη του, ἄφησε ἐλεύθερο τόν ᾿Ισραήλ νά γυρίσει πίσω στή χώρα τῶν πατέρων του. ᾿Αφοῦ ὅμως ἀναχώρησε ὁ λαός, ὁ μιαιφόνος ἄρχοντας μετάνιωσε. Θέλησε νά γυρίσει πίσω τούς ἐλευθερωθέντας σκλάβους.
῎Εστειλε, λοιπόν, τούς ἁρματηλάτες του γιά νά ἐκπληρώσουν τήν προσταγή του. ῾Ο λαός εἶχε ἤδη φθάσει μπροστά στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα. Πῶς ὅμως θά μποροῦσε νά διαπλεύσει τό ὑγρό στοιχεῖο, μή διαθέτοντας μέσα πλωτά; Στήν ἀμηχανία του αὐτή προστέθηκε καί ὁ φόβος, γιατί εἶδε ξαφνικά τό πλῆθος τῶν ἁρμάτων τῶν Αἰγυπτίων νά τούς καταδιώκει καί νά ἀπειλεῖ τήν μόλις ἀποκτηθείσα ἐλευθερία τους καί τή ζωή τους. ῾Η θέση τους ἦταν ἀπελπιστική. Παρέλυσαν ἀπό φόβο ἡ καρδιά καί τά γόνατά τους. ῎Αρχισαν νά φωνάζουν καί νά κλαῖνε. Τότε παρενέβη ὁ ἐλευθερωτής. Μέ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ ὁ Μωυσῆς, πού ἡγεῖτο τοῦ λαοῦ, χάραξε μέ τή ράβδο του σταυροειδῶς τή θάλασσα, ἡ ὁποία χωρίστηκε στά δύο, τά νερά ὀρθώθηκαν ἔνθεν καί ἔνθεν, καί ἄφησαν νά φανεῖ ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας σάν χέρσα γῆ. Τότε ὅρμησε ὁ λαός καί διόδευσε πεζῆ τό ἀναφανέν χώρισμα. Τό ἴδιο ἔκανε καί τό στράτευμα τοῦ Φαραώ. Οἱ στρατιῶτες ὅρμησαν καί αὐτοί μέ τά ἅρματά τους στό χώρισμα τῆς θάλασσας, καταδιώκοντας τόν ἄμαχο λαό. ῞Οταν ὅμως εἶχαν περάσει οἱ ῾Εβραῖοι στήν ἀντίπερα ὄχθη καί ἐνόσω οἱ διῶκτες διέτρεχαν ἀκόμη μέ ὁρμή τό θαλάσσιο βυθό, ὁ Μωυσῆς χτύπησε καί πάλι σταυροειδῶς τά θαλάσσια νερά, τά ὁποῖα ἑνώθηκαν γιά νά πνίξουν πανστρατιά ἵππους καί ἀναβάτες.
῾Η ὠδή αὐτή εἶναι πραγματικά μεγαλειώδης. Θά τή συναντήσουμε καί σέ πολλές ἄλλες ὠδές τῶν Καταβασιῶν, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν ῾Υμνολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὡς τό μεγάλο θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ δίκαιη ἀπάντησή του στήν κακότητα τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἰταμή πρόκληση τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καί τῆς ἁμαρτίας.

᾿Ωδή γ´.
«῾Ράβδος εἰς τύπον τοῦ Μυστηρίου παραλαμβάνεται· τῷ βλαστῷ γάρ προκρίνει τόν ἱερέα· τῇ στειρευούση δέ πρῴην, ᾿Εκκλησίᾳ νῦν, ἐξήνθησε, ξύλον Σταυροῦ, εἰς κράτος καί στερέωμα».
῾Η ράβδος (τοῦ ᾿Ααρών ἡ βλαστήσασα) χρησιμεύει σάν προτύπωση τοῦ μυστηρίου (τοῦ σταυροῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας)· διότι μέ τό βλαστό πού ἔβγαλε, κρίνει ποιός θά ὁριστεῖ ἱερέας. Τώρα (στή νέα οἰκονομία τοῦ Θεοῦ) στήν πρώην ᾿Εκκλησία (τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) πού ἦταν στείρα, βλάστησε τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, πού τήν ἔκανε στέρεη καί δυνατή. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ, τήν περιπλάνησή του στήν ἔρημο καί τήν ἐγκατάστασή του στή γῆ τῶν πατέρων του, δημιουργήθηκε ζήτημα ἀπό ποιά πατριά ἐκ τῶν δώδεκα καί ἀπό ποιόν οἶκο θά λαμβανόταν τό ἱερατεῖο τοῦ λαοῦ. Μέ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ πάρθηκαν δώδεκα ράβδοι ξηρές, μιά ἀπό κάθε οἶκο πατριᾶς, οἱ ὁποῖες τοποθετήθηκαν στήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. ῞Οποια ράβδος θά ἔβγαζε βλαστό, ἦταν σημεῖο ὅτι ἀπό τήν ἀντίστοιχη πατριά της ἔπρεπε, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά λαμβάνεται τό ἱερατεῖο. Βλάστησε δέ ἡ ράβδος πού ἀνῆκε στήν πατριά τοῦ Λευΐ, ἐπί τῆς ὁποίας ἦταν γραμμένο τό ὄνομα τοῦ ᾿Ααρών.
῞Ο,τι συνέβη τότε προτυπώνει τό μυστήριο τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η παλαιά ᾿Εκκλησία (ἡ Συναγωγή) ἦταν στείρα καί ἄγονη. ᾿Ανῆκε στήν πρώτη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. ᾿Απ᾿ αὐτήν ἔλειπαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ πλήρης ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος, τό πλήρωμα τῆς λυτρωτικῆς του χάριτος. ῏Ηταν γηρασμένη καί ἀδύναμη. Μέ τό λυτρωτικό ὅμως πάθος τοῦ Χριστοῦ πού ἔγινε ἐπάνω στό σταυρό, τόν ὁποῖο προτύπωνε ἡ παλαιά ἐκείνη ράβδος πού ἐξήνθησε, βλάστησε ἡ νέα ζωή τοῦ Θεοῦ, τό σφρίγος τῆς νέας λυτρωτικῆς οἰκονομίας, γράφτηκε ἡ Νέα Διαθήκη στό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἡ παλαιά ᾿Εκκλησία ἀναζωογονήθηκε στή νέα ᾿Εκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο ὁ Κύριος διά τοῦ ἰδίου αἵματος». Μέ τόν τίμιο Σταυρό κραταιώθηκε τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στερεώθηκε ἡ ᾿Εκκλησία του στόν κόσμο καί δοξάστηκε τό ἅγιο ῎Ονομά του στά πέρατα τῆς γῆς.

᾿Ωδή ε´
«῎Ω τρισμακάριστον Ξύλον! ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος· δι᾿ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοί δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τήν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».
῎Ω ξύλο τρισμακάριστο! πάνω στό ὁποῖο ἅπλωσε τό σῶμα του (σταυρώθηκε) ὁ Βασιλεύς καί Κύριος· διά τοῦ ὁποίου ἔπεσε (ἡττήθηκε) αὐτός (ὁ διάβολος), ὁ ὁποῖος, διά τοῦ ξύλου (τοῦ δέντρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ) ἐξαπάτησε (τόν ἄνθρωπο στήν ᾿Εδέμ διά τῆς βρώσεως τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ), ἀφοῦ δελεάστηκε ἀπό τό Θεό πού καρφώθηκε ἐπάνω σου, κατά τή σάρκα του (τήν ἀνθρώπινη φύση του), καί ὁ ὁποῖος παρέχει εἰρήνη στίς ψυχές μας. Τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ εἶναι πραγματικά τρισμακάριστο. Ξύλο ἅγιο καί τιμημένο. Πάνω του πέθανε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Πέθανε τό σῶμα Του φυσικά, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν ἄχραντη Μητέρα του. Δέν πέθανε ἡ θεότητα, ἡ ὁποία, ὡς πνεῦμα ἄπειρο, αἰώνιο καί ἀναλλοίωτο, εἶναι ἀπαθής, βρίσκεται πέρα ἀπό παθήματα ἁρμόζοντα στήν κτιστή καί πεπερασμένη φύση τῶν ἀνθρώπων. Μιά τέτοια φύση ἦταν καί αὐτή μέ τήν ὁποία ἑνώθηκε ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, φύση κτιστή, δυνάμενη νά πάθει καί νά ἀποθάνει. ᾿Αλλιώτικα, πῶς θά ἔσωζε μέ τό πάθος της τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο;
Στό Σταυρό ἅπλωσε τό πανακήρατο σῶμα του ὁ Κύριος. Καρφώθηκε σ᾿ αὐτόν σάν ἐπονείδιστος κακοῦργος. Τόν ἔβαψε μέ τό πανάσπιλο αἷμα του, μέ τό ὁποῖο ξέπλυνε τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ἀφάνισε τίς ἐνοχές τῆς ἁμαρτίας, καθάρισε τή φύση ἀπό τούς σπίλους τῆς φθορᾶς, τήν ἀφθαρτοποίησε καί τή θέωσε. Στό Σταυρό ὁ Θεός πάτησε μέ τό θάνατό Του τό θάνατο· «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ψάλλει πανηγυρικά ἡ ᾿Εκκλησία μας. Νίκησε τό μεγάλο ἐχθρό, πού ἔπνιγε ἀσφυκτικά τόν κόσμο. Στό Σταυρό ὁ Χριστός διαπόμπευσε τίς ἀρχές τοῦ σκότους καί τῆς ἀνομίας, τό διάβολο, πίσω ἀπό τόν ὁποῖο βρισκόταν τό τραγικό δράμα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός κατόρθωσε μέ τήν πανουργία του νά παραπλανήσει καί νά παρεμποδίσει τόν πρωτόπλαστο, νά τόν ρίξει στό χάος τῆς παρακοῆς καί τῆς ἀποστασίας. Μέ τή σειρά του ὅμως δελεάστηκε κι αὐτός ἀπό τήν ἀπειρόσοφη βουλή τοῦ Θεοῦ, μή γνωρίζοντας τό θεῖο λυτρωτικό μυστήριο. Συνήργησε νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο θανάσιμα μισοῦσε καί ζήλευε, μή ἔχοντας ὅμως συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐκεῖνος δέν ἦταν θάνατος ἑνός δίκαιου καί ἀνεπίληπτου ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν ἑνωμένος μαζί του. ῎Ετσι πλανήθηκε ὁ πλάνος, «πεπλάνηται ὁ πλάνος», ὅπως ψάλλει θρηνωδούσα ἡ ᾿Εκκλησία τόν Κυριό της.
Στό Σταυρό ὁ Χριστός ἔδησε τόν δυνατό (τό διάβολο) καί διήρπασε τά σκεύη του, καταργήσας τό κράτος καί τή δύναμή του. Στό τίμιο ξύλο δόθηκε ἡ μεγάλη μάχη καί κερδίθηκε ἡ παμμέγιστη νίκη, ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων· ἡ νίκη τῆς θείας Βασιλείας.
᾿Ωδή στ´
«Νοτίου θηρός ἐν σπλάχνοις, παλάμας ᾿Ιωνᾶς, σταυροειδῶς διεκπετάσας, τό σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς· ὅθεν τριήμερος ἐκδύς, τήν ὑπερκόσμιον ᾿Ανάστασιν ὑπεζωγράφησε, τοῦ σαρκί προσπαγέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί τριημέρῳ ἐγέρσει, τόν κόσμον φωτίσαντος».
Στά σπλάχνα τοῦ θαλάσσιου θηρός (τοῦ θεριοῦ, τοῦ κήτους), ἁπλώσας τίς παλάμες του σέ σχῆμα σταυροῦ ὁ ᾿Ιωνᾶς, προδιατύπωνε μέ σαφήνεια τό σωτήριο πάθος (τοῦ Χριστοῦ)· ἀπό τό ὁποῖο (κῆτος), ἀφοῦ βγῆκε τήν τρίτη ἡμέρα, περιέγραψε μέ χρώματα ζωντανά τήν ὑπερκόσμια ᾿Ανάσταση Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού καρφώθηκε (στό Σταυρό) καί μέ τήν τριήμερη ἔγερσή του (ἐκ τῶν νεκρῶν), φώτισε τόν κόσμο. ῾Η ὠδή αὐτή ἱστορεῖ τήν ὑπόθεση τοῦ ᾿Ιωνᾶ· μιά ἱστορία πολύ παράδοξη καί ἰδιότυπη, τοῦ ἀνθρώπου νά παλεύει μέ τό Θεό. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ἦταν προφήτης. ᾿Ανῆκε στό Θεό, ἐνταγμένος στήν ὑπηρεσία του καί ἀφοσιωμένος δοῦλος του. Κάποια μέρα ὁ Θεός τοῦ ἀνέθεσε μιά ἀποστολή, νά κηρύξει μετάνοια στούς κατοίκους τῆς πόλεως Νινευή, τούς ὁποίους βάραιναν ἁμαρτίες καί κρίματα πολλά. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ὅμως ἀντέδρασε ἀρνητικά στό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Δέ θέλησε νά ἀναλάβει τήν ἐκτέλεση τῆς προφητικῆς του ἀποστολῆς. Θά εἶχε βέβαια τούς λόγους του. ῎Ισως νά εἶχε ἀποκάμει ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἐκεῖνο λαό. Σκέφτηκε νά φύγει ἀπό τό μέρος του, νά πάει μακριά, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεός θά τόν ἔχανε. ᾿Αφελεῖς οἱ σκέψεις τοῦ πλάσματος. Γιατί ποιός μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν παρουσία τοῦ παντεπόπτη Θεοῦ; ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως, ἔστω κι ἄν εἶναι προφήτης, δέν παύει νά ἔχει τίς ὅποιες στιγμές καί ἰδιοτροπίες του. ᾿Επιβιβάστηκε, λοιπόν σέ πλοῖο γιά νά πάει στήν πόλη Θαρσίς, νά εἶναι μακριά ἀπό τό Θεό καί νά ἡσυχάσει ὁριστικά μέ τό πρόβλημα πού τόν ἀπασχολοῦσε. Κατά τόν πλοῦν ὅμως ὁ Θεός ἄδραξε τό δραπέτη. Σηκώθηκε τρικυμία καί τό πλοῖο κινδύνευε νά καταποντισθεῖ. Φάνηκε, ὅτι κάποιος ἀπό τούς ταξιδιῶτες ἦταν ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ. Γιά νά βρεθεῖ δέ ποιός ἦταν ἔβαλαν κλήρους. ῾Ο κλῆρος σημάδεψε τόν ᾿Ιωνᾶ, τόν παράδοξο ταξιδιώτη. Μέ ὑπόδειξή του τόν ἔριξαν στή θάλασσα, ἡ ὁποία ἀμέσως γαλήνεψε. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ὅμως δέν πνίγηκε. Κατά προσταγή τοῦ Θεοῦ, ἕνα τεράστιο θαλάσσιο κῆτος κατάπιε τόν προφήτη, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στήν κοιλιά του τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύχτες. ᾿Εκεῖ ὁ προφήτης μεταμελήθηκε γιά τήν ἀπείθειά του, κατάλαβε πόσο μάταιο ἦταν νά μάχεται κανείς τόν παντοδύναμο καί μεγαλοδύναμο Θεό. Προσευχήθηκε μέ κατάνυξη, ὑμνολογώντας τό ἅγιο ῎Ονομά του. Τήν τρίτη ἡμέρα τό κῆτος τόν ἐξήμεσε στή στεριά, αὐτός τότε μέ συντριβή καρδιᾶς ἐκπλήρωσε τήν προφητική του ἀποστολή. ῾Ο Θεός νίκησε, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος «νίκησε» στήν τόσο παράδοξη ἥττα του. ῾Η βουλή τοῦ Θεοῦ ἐκπληρώθηκε. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ἀποκαταστάθηκε στό προφητικό του ἀξίωμα.
᾿Ωδή θ´
«Μυστικός εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ὑφ᾿ οὗ τό τοῦ Σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτόν, σέ μεγαλύνομεν».
Θεοτόκε, σύ εἶσαι Παράδεισος μυστικός, διότι χωρίς ἀνθρώπινο γεωργό (ἀνθρώπινη συνεργία) βλάστησες τό Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο φυτεύτηκε στή γῆ τό ζωηφόρο δέντρο τοῦ Σταυροῦ. Διά τοῦ ὁποίου τώρα ὑψουμένου (κατά τήν ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ) προσκυνοῦντες τό Θεό (πού σταυρώθηκε σ᾿ αὐτό), μεγαλύνουμε σέ, τήν ἄχραντη Μητέρα Του. Μετά τόν Τριαδικό Θεό, ἡ ἀνύμνηση τῆς ᾿Εκκλησίας διαβαίνει στό ἄχραντο πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τά δύο μυστήρια εἶναι ἀλληλένδετα. Τό χριστολογικό δόγμα ἐκβάλλει φυσιολογικά στό θεομητορικό. ῾Η Μητέρα δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ χωρίς τόν Υἱόν. ῞Οπου ᾿Εκεῖνος, ἐκεῖ καί αὐτή. Στόν ἄχραντο Υἱό ὑπάρχουν τό σῶμα καί τό αἷμα τῆς πάναγνης Μητέρας. Τό φοβερό δίδυμο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, πού δυναμίτισε τό κράτος τῆς φθορᾶς καί ἐκτίναξε τό κράτος τοῦ θανάτου!
῾Η ὠδή χαρακτηρίζει τή Θεοτόκο σάν παράδεισο μυστικό. ῾Η σύγκριση γίνεται μέ τόν πρῶτο παράδεισο στήν ᾿Εδέμ, στόν ὁποῖο τοποθετήθηκε ὁ ᾿Αδάμ νά ζεῖ μετά τή δημιουργία του. Στόν παράδεισο ἐκεῖνο ὑπῆρχε τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καθώς καί τό δέντρο τῆς ζωῆς. ᾿Από τό πρῶτο ἐκεῖνο ξύλο βλάστησε, διά τῆς παρακοῆς, ἡ ἀποστασία ἀπό τό Θεό καί ὁ θάνατος. ῾Η Θεοτόκος εἶναι ἕνας νέος μυστικός Παράδεισος. Σ᾿ αὐτόν φυτεύτηκε, χωρίς ἀνθρώπινη συνεργία, ὁ Χριστός, τό δένδρο τῆς νέας πνευματικῆς ζωῆς καί ἀφθαρσίας. ῾Ο Χριστός μέ τή σειρά του ἀνύψωσε στή γῆ (στό Γολγοθᾶ), τό ζωηφόρο ξύλο τοῦ Σταυροῦ, στό ὁποῖο, προσπαγείς, «ἀθανασίαν ἐπήγασεν ἀνθρώποις». Κατά τήν ῞Υψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ, οἱ πιστοί, προσκυνοῦντες τό σταυρωθέντα Κύριο τῆς δόξης, μεγαλύνουν τήν ᾿Αειπάρθενο Μητέρα του, ἡ ὁποία συνήργησε, κατά τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στό ἄρρητο θεῖο μυστήριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου