Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κκ Ιεροθέου (ΜΕΡΟΣ Β)

Ο αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε την Παναγία «κεχαριτωμένη«. Της είπε: «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού, ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. α’, 28-29). Η Παναγία αποκαλείται «κεχαριτωμένη» και χαρακτηρίζεται «ευλογημένη», αφού ο Θεός είναι μαζί της.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και άλλους αγίους Πατέρας, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθή, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του Ναού έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Εάν το προαύλιο του Ναού προοριζόταν για τους προσηλύτους και εάν ο κυρίως Ναός για τους ιερείς, τα άγια των αγίων προορίζονταν για τον αρχιερέα. Εκεί εισήλθε η Παναγία, δείγμα ότι έφθασε στην θέωση. Είναι γνωστόν ότι στην χριστιανική εποχή ο νάρθηκας προοριζόταν για τους κατηχουμένους και τους ακαθάρτους, ο κυρίως ναός για τους φωτισθέντας, τα μέλη της Εκκλησίας, και τα άγια των αγίων γι’ αυτούς που έφθασαν στην θέωση.
Έτσι, η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση και πριν ακόμη δεχθή την επίσκεψη του αρχαγγέλου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια ειδική μέθοδο Θεογνωσίας και Θεοκοινωνίας, όπως ερμηνεύει θαυμάσια και θεόπνευστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Πρόκειται για την ησυχία, την ησυχαστική οδό. Κατάλαβε η Παναγία ότι δεν μπορεί κανείς να φθάση στον Θεό με την λογική, την αίσθηση, την φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νού. Έτσι νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νού. Με αυτόν τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και την θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δώση την σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά την θεοποιό Χάρη του Θεού.
Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού, συγκριτικά με τους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, έχει όλο το πλήρωμα των Χαρίτων, αλλά και η Παναγία έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος από το πλήρωμα των Χαρίτων του Υιού της. Γι’ αυτόν τον λόγο σε σχέση με τον Χριστό είναι κατώτερη, αφού ο Χριστός είχε την Χάρη κατά φύσιν, ενώ η Παναγία κατά μετοχήν, σε σχέση όμως με τους ανθρώπους είναι ανώτερη.
Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος, εκ του πληρώματος των Χαρίτων του Υιού της, προ της συλλήψεως, κατά την σύλληψη και μετά την σύλληψη. Πρό της συλλήψεως το πλήρωμα της Χάριτος ήταν τέλειο, κατά την σύλληψη ήταν τελειότερο, και μετά την σύλληψη ήταν τελειότατο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Με αυτόν τον τρόπο η Παναγία ήταν παρθένος κατά το σώμα και παρθένος κατά την ψυχή. Και αυτή η σωματική της παρθενία είναι ανώτερη και τελειότερη από την ψυχική παρθενία των αγίων, που επιτυγχάνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος.
γ´
Κανείς άνθρωπος δεν γεννάται απηλλαγμένος από το προπατορικό αμάρτημα. Η πτώση του Αδάμ και της Εύας και οι συνέπειες αυτής της πτώσεως κληρονομήθηκαν σε όλο το ανθρώπινο γένος. Φυσικό ήταν και η Παναγία να μην είναι απηλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου είναι σαφής: «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ’, 23). Στο αποστολικό αυτό χωρίο φαίνεται ότι το αμάρτημα νοείται ως στέρηση της δόξης του Θεού, και ακόμη ότι κανείς δεν είναι απηλλαγμένος από αυτό. Έτσι, λοιπόν, και η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Πότε όμως απαλλάχτηκε από αυτό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να ελευθερωθή από σχολαστικές αντιλήψεις.
Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν η στέρηση της δόξης του Θεού, η αλλοτρίωση από τον Θεό, η απώλεια της Θεοκοινωνίας. Αυτό όμως είχε και σωματικές συνέπειες, γιατί στο σώμα του Αδάμ και της Εύας εισήλθε η φθορά και ο θάνατος. Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος. Όπως όταν αρρωσταίνη η ρίζα του φυτού, αρρωσταίνουν και τα κλαδιά και τα φύλλα, το ίδιο έγινε με την πτώση του Αδάμ. Ασθένησε όλο το ανθρώπινο γένος. Η φθορά και ο θάνατος που κληρονομεί ο άνθρωπος είναι το εύκρατο κλίμα της καλλιέργειας των παθών, και με αυτόν τον τρόπο σκοτίζεται ο νούς του ανθρώπου.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η πρόσληψη από τον Χριστό, με την ενανθρώπησή Του, αυτού του θνητού και παθητού σώματος, χωρίς την αμαρτία, συνετέλεσε στο να διορθωθούν οι συνέπειες του αμαρτήματος του Αδάμ. Θέωση υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπως και φωτισμός του νού, αλλά δεν είχε καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό και οι θεόπτες Προφήτες πήγαιναν στον Άδη. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την Ανάστασή Του, θεώθηκε η ανθρώπινη φύση και έτσι δόθηκε η δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να θεωθή. Επειδή με το άγιο Βάπτισμα γινόμαστε μέλη του θεωθέντος και αναστημένου Σώματος του Χριστού, γι’ αυτό και λέμε ότι δια του αγίου Βαπτίσματος απαλλάσσεται ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα.
Όταν προσαρμόσουμε αυτά στην περίπτωση της Παναγίας, μπορούμε να καταλάβουμε την σχέση της με το προπατορικό αμάρτημα και την ελευθέρωσή της από αυτό. Η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, είχε όλες τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου στο σώμα της. Με την είσοδό της στα άγια των αγίων έφθασε στην θέωση. Αυτή όμως η θέωση δεν ήταν αρκετή για την απαλλαγή από τις συνέπειές του, που είναι η φθορά και ο θάνατος, ακριβώς γιατί δεν είχε ενωθή η θεία με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου. Έτσι, την στιγμή που με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, στην γαστέρα της Παναγίας, η Παναγία πρώτη γεύεται την ελευθέρωσή της από το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του. Άλλωστε, την στιγμή εκείνη έγινε αυτό που απέτυχε να κάνη ο Αδάμ και η Εύα με τον ελεύθερο προσωπικό τους αγώνα. Γι’ αυτό, η Παναγία την στιγμή του Ευαγγελισμού έφθασε σε μεγαλύτερη κατάσταση από εκείνην στην οποία βρισκόταν ο Αδάμ και η Εύα πριν την πτώση. Αξιώθηκε να γευθή το τέλος του σκοπού της δημιουργίας, όπως θα δούμε σ’ άλλες αναλύσεις.
Γι’ αυτό, για την Παναγία δεν χρειάστηκε να γίνη Πεντηκοστή, δεν χρειάστηκε να βαπτισθή. Αυτό που βίωσαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, και αυτό που έγινε σε όλους εμάς κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος, έγινε για την Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε απαλλάχθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, όχι με την έννοια ότι απαλλάχθηκε από την ενοχή, αλλά ότι απέκτησε την θέωση στην ψυχή και το σώμα, λόγω της ενώσεώς της με τον Χριστό.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να ερμηνευθή και ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού η Παναγία έλαβε το Άγιον Πνεύμα, το Οποίο την καθάρισε και της έδωσε δύναμη δεκτική της θεότητος του Λόγου, συγχρόνως δε και γεννητική. Δηλαδή, η Παναγία έλαβε από το Άγιο Πνεύμα καθαρτική χάρη, αλλά και δεκτική και γεννητική του Λόγου του Θεού, ως ανθρώπου.
δ´
Η απάντηση της Παναγίας στην πληροφορία του αρχαγγέλου ότι θα αξιωθή να γεννήση τον Χριστό ήταν εκφραστική: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. α’, 38). Φαίνεται εδώ η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει την λογική της στο θέλημα του Θεού.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά την στιγμή εκείνη όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και όλη η ανθρωπότητα περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την απάντηση της Παναγίας, έχοντας φόβο μήπως αρνηθή και δεν υπακούση στο θέλημα του Θεού. Ισχυρίζονται ότι επειδή κάθε φορά που ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοιο δίλημμα, ακριβώς επειδή έχει ελευθερία, μπορεί να πη το ναι ή το όχι, όπως άλλωστε έγινε στην περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, το ίδιο μπορούσε να συμβή και στην Παναγία. Αλλά όμως η Παναγία δεν ήταν δυνατόν να αρνηθή, όχι γιατί δεν είχε ελευθερία, αλλά γιατί είχε την πραγματική ελευθερία.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει διάκριση μεταξύ φυσικού και γνωμικού θελήματος. Γνωμικό θέλημα έχει κανείς όταν διακρίνεται για την άγνοια ενός πράγματος, για την αμφιβολία και τελικά για την αδυναμία επιλογής. Πρόκειται για μια αμφιταλάντευση περί του πρακτέου. Φυσικό θέλημα έχει κανείς όταν οδηγήται κατά τρόπο φυσικό, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς άγνοια, στην πραγματοποίηση της αλήθειας.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το φυσικό θέλημα συνδέεται με το «θέλειν», ενώ το γνωμικό θέλημα με το «πώς θέλειν», και μάλιστα όταν γίνεται με αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις. Επόμενο είναι ότι το φυσικό θέλημα συνιστά την τελειότητα της φύσεως, ενώ το γνωμικό θέλημα συνιστά την ατέλεια της φύσεως, αφού προϋποθέτει άνθρωπο που δεν έχει γνώση της αλήθειας, δεν είναι βέβαιος γι’ αυτό που πρέπει να αποφασίση.
Ο Χριστός καίτοι είχε δύο θελήματα, λόγω των δύο φύσεων, ανθρωπίνης και θείας, εν τούτοις είχε φυσικό θέλημα, από την άποψη που μελετάμε εδώ καί, βέβαια, δεν είχε γνωμικό θέλημα. Ως Θεός ήξερε πάντοτε το θέλημα του Θεού Πατρός και δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία μέσα Του ούτε αμφιταλάντευση. Αυτό κατά χάριν βιώνεται και από τους αγίους, ιδιαιτέρως από την Παναγία. Επειδή η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση, γι’ αυτό ήταν αδύνατο να αρνηθή το θέλημα του Θεού και να μη συγκατατεθή για την ενανθρώπηση. Είχε την τέλεια ελευθερία, και γι’ αυτό η ελευθερία της ενεργούσε πάντοτε κατά φύσιν και όχι παρά φύσιν. Εμείς επειδή δεν έχουμε φθάσει στην θέωση έχουμε ατελή ελευθερία, το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, γι’ αυτό και αμφιταλαντευόμαστε για το πρακτέο. Η ερώτησή της «πώς εσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω» (Λουκ. α’, 34), δείχνει ταπείνωση, αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το παράδοξο του πράγματος, επειδή υπήρχαν θαυματουργικές συλλήψεις στην Παλαιά Διαθήκη, όχι όμως ασπόρως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου