Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Eυλαβικό οδοιπορικό στα ίχνη του π Ιακώβου Τσαλίκη

  Ο γέροντας γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς. Την Θεο­δώρα από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και τον Σταύρο από την Ρόδο. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν γνω­στοί στο Πατριαρχείο, ευερ­γέτες των σχολείων της Μάκρης και με σπουδαία εκκλη­σιαστική παράδοση. Στις αρ­χές του 1922 «Τούρκοι πιάσανε τον πατέρα του ο οποί­ος οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας. Μετά την καταστρο­φή η οικογένεια του ακολού­θησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς. Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα Ε­κεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και μαζί πλέ­ον η οικογένεια μετακινήθη­κε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας. 
      Ο μικρός Ιάκωβος ή­ταν επτά χρονών και είχε μά­θει απέξω την θεία Λειτουρ­γία χωρίς να γνωρίζει γράμ­ματα. Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδό­σεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν έκδηλη. Την ί­δια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές, προσευχόταν και θε­ράπευε συγχωριανούς του. Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στην δουλειά του. 
      Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λί­γο, κοιμόταν ελάχιστα, προ­σευχόταν συνεχώς και δού­λευε σκληρά. Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής τα­λαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας. Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγ­ματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκω­βος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν. Ο δι­οικητής του τον εκτιμούσε ι­διαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Με­τά την απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του. Ο αγώνας του τώρα για να αποκατα­στήσει την αδελφή γίνεται εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο πο­θεί από τα παιδικά του χρό­νια. Να γίνει μοναχός. 
       Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προ­σέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία Σε ηλικία 32 ε­τών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλ­κίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα. Έτσι συνέχισε η ζωή του α­σκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι, προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα ο­ποία με τον καιρό πλήθαιναν. Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπε­δα και πολλές φορές οι δαί­μονες τον έδειραν βάναυσα. Ο ίδιος έβλεπε και συνομι­λούσε συχνά με τους οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο, ενώ το προορατικό του χάρισμα ήταν σπουδαίο. Τον Αύγου­στο του 1963 με θαυμαστό τρόπο ταΐσε με δυόμισι οκά­δες μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή κα­τσαρόλα.! 
      Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγ­χείριση Βουβωνοκήλης, σκω­ληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύνα­μη κρατούσε τον παππού..». 
     Από το 1990 και μετά ο γέ­ροντας δεν είχε πλέον δυ­νάμεις και οι κρίσεις στην υ­γεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Ε­πιστρέφοντας στην μονή έ­παθε φλεγμονή η οποία εξε­λίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης Νοεμ­βρίου 1991 πήγε στην ακο­λουθία, έψαλε και κοινώνη­σε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματι­κή του κόρη, ενώ τον υποτα­κτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χει­ροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος. Μό­λις ήλθαν οι πατέρες ο γέ­ροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγ­μός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα. Ο γέροντας είχε πά­ρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή. 


      Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέ­φωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλι­βερό γεγονός. Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέ­κλυσαν το μοναστήρι, κληρι­κοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο α­σπασμό. Η αυλή της μονής ή­ταν κατάμεστη. Η νεκρώσι­μος ακολουθία εψάλη στο ύ­παιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εί­πε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν οι πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύ­γασαν « Άγιος, Άγιος». Σήμερα 10 χρόνια ακριβώς με­τά από εκείνη την ημέρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο γέ­ροντας Ιάκωβος με τα δεκά­δες μετά θάνατον του θαύ­ματα, έχει καταταγεί στην χο­ρεία των Αγίων. Μένει να το αντιληφθούν και οι εκκλη­σιαστικοί μας ταγοί και να του δώσουν και αυτοί την θέση που του αρμόζει και επί­σημα στην ιεραρχία της Ορ­θόδοξης Εκκλησίας. 
Εμείς αιτούμεθα από τον γέροντα Όσιο Ιάκωβο να μας προστα­τεύει και να πρεσβεύει υπέρ ημών στον Κύριο και Θεό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου